ἐπάρῃ

ἐπάρῃ
ἐπαίρω
lift up and set on
aor subj mid 2nd sg (epic doric aeolic)
ἐπά̱ρῃ , ἐπαίρω
lift up and set on
aor subj mid 2nd sg
ἐπά̱ρῃ , ἐπαίρω
lift up and set on
aor subj act 3rd sg
πάρημαι
to be seated beside
pres ind mid 2nd sg
παρίημι
let fall at the side
aor subj mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐπάρη — πείρω pierce aor ind pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επαρά — ἐπαρά και ιων. τ. ἐπαρή, η (Α) αρά, κατάρα («θεοὶ δ ἐτέλειον ἐπαράς», Ομ. Ιλ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αρά «κατάρα»] …   Dictionary of Greek

  • πανουργία — η, ΝΜΑ [πανούργος] 1. η ιδιότητα τού πανούργου, απάτη, δόλος, κακοήθεια («πανουργίας δεινῆς τέχνημ ἔχθιστον», Σοφ.) 2. πονηρό, δόλιο τέχνασμα («μετὰ μηχανήματος καὶ μετὰ πανουργίας τὴν κόρην ἐβουλήθηκε νὰ ἐπάρῃ νὰ μισεύσῃ», Λίβ. Ρόδ.) αρχ. (για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”